μενεξεδένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μενεξεδένιος η μενεξεδένια το μενεξεδένιο
      γενική του μενεξεδένιου της μενεξεδένιας του μενεξεδένιου
    αιτιατική τον μενεξεδένιο τη μενεξεδένια το μενεξεδένιο
     κλητική μενεξεδένιε μενεξεδένια μενεξεδένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μενεξεδένιοι οι μενεξεδένιες τα μενεξεδένια
      γενική των μενεξεδένιων των μενεξεδένιων των μενεξεδένιων
    αιτιατική τους μενεξεδένιους τις μενεξεδένιες τα μενεξεδένια
     κλητική μενεξεδένιοι μενεξεδένιες μενεξεδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μενεξεδένιος < μενεξεδ- (μενεξές) + -ένιος [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ne.kseˈðe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐νε‐ξε‐δέ‐νιος

Επίθετο[επεξεργασία]

μενεξεδένιος, -α, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]