μονοιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μονοιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
μονοιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μονοιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοιασμένος
|