μπερκέλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπερκέλιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική berkelium < αγγλική Berkeley (Μπέρκλεϋ, μια πόλη στη Καλιφόρνια, όπου και ανακαλύφθηκε)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /beɾˈce.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπερ‐κέ‐λι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπερκέλιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό, μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 97 και χημικό σύμβολο το Bk
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπερκέλιο | τα | μπερκέλια |
γενική | του | μπερκέλιου | των | μπερκέλιων |
αιτιατική | το | μπερκέλιο | τα | μπερκέλια |
κλητική | μπερκέλιο | μπερκέλια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μπερκέλιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)