μόλις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μόλις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μόλις
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
μόλις
- (χρονικός σύνδεσμος) αμέσως μετά από μία πράξη ακολουθεί μία άλλη
- ↪ Ήταν έτοιμος και, μόλις χτύπησε το κουδούνι, κατέβηκε κάτω κι έφυγαν.
Επίρρημα[επεξεργασία]
μόλις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μόλις και μετά βίας: για κάτι που γίνεται με μεγάλη δυσκολία και κόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(σύνδεσμος)
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Σύνδεσμοι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Χρονικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Τροπικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)