ξέστρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέστρωτος < μεσαιωνική ελληνική ξέστρωτος < ξεστρώνω + -τος < ξε- + στρώνω < (ελληνιστική κοινή) στρωννύω / στρώννυμι < αρχαία ελληνική στόρνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh₃- (τείνω, εκτείνω, εξαπλώνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkse.stɾo.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ξέστρωτος, -η, -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξέστρωτος
|