ξεχειλωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεχειλωμένος η ξεχειλωμένη το ξεχειλωμένο
      γενική του ξεχειλωμένου της ξεχειλωμένης του ξεχειλωμένου
    αιτιατική τον ξεχειλωμένο την ξεχειλωμένη το ξεχειλωμένο
     κλητική ξεχειλωμένε ξεχειλωμένη ξεχειλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεχειλωμένοι οι ξεχειλωμένες τα ξεχειλωμένα
      γενική των ξεχειλωμένων των ξεχειλωμένων των ξεχειλωμένων
    αιτιατική τους ξεχειλωμένους τις ξεχειλωμένες τα ξεχειλωμένα
     κλητική ξεχειλωμένοι ξεχειλωμένες ξεχειλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεχειλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεχειλώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξεχειλωμένος, -η, -ο

  1. ιστός ή ύφασμα που έχει χάσει την ελαστικότητά του επειδή έχει τεντωθεί υπερβολικά και που δεν επανέρχεται πλέον στο παλιό του σχήμα
  2. → δείτε τη λέξη ξεχειλώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]