οἰνοπότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οινοπότης

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἰνοπότης οἱ οἰνοπόται
      γενική τοῦ οἰνοπότου τῶν οἰνοποτῶν
      δοτική τῷ οἰνοπότ τοῖς οἰνοπόταις
    αιτιατική τὸν οἰνοπότην τοὺς οἰνοπότᾱς
     κλητική ! οἰνοπότ οἰνοπόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰνοπότ
γεν-δοτ τοῖν  οἰνοπόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οἰνοπότης < οἰνο- + -πότης. Δείτε οἶνος και πότης, πίνω.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οἰνοπότης, -ου αρσενικό (θηλυκό οἰνοπότις)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]