πάστορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάστορας | οι | πάστορες |
γενική | του | πάστορα | των | παστόρων |
αιτιατική | τον | πάστορα | τους | πάστορες |
κλητική | πάστορα | πάστορες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάστορας < ελληνιστική κοινή πάστωρ < λατινική pastor (ποιμένας)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpa.sto.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐στο‐ρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάστορας αρσενικό
- προτεστάντης ιερέας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πάστορας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)