πέπερι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέπερι < αρχαία ελληνική πέπερι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέπερι ουδέτερο
- άλλη μορφή του πιπέρι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πέπερι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πέπερι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πέπερι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ετερόκλιτο ελλειπτικό | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πέπερῐ | τὰ | πεπέρια | ||||
γενική | τοῦ | πεπέρεως & πεπέριος & πεπέριδος |
— | |||||
δοτική | τῷ | πεπέρει | — | |||||
αιτιατική | τὸ | πέπερῐ | τὰ | πεπέρια | ||||
κλητική ὦ! | πέπερῐ | πεπέρια | ||||||
Δείτε και ὁ πέπερις, τοῦ πεπέριδος | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'σίναπι' όπως «σίναπι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέπερι < ανατολικής προέλευσης όπως και η συγγενική λατινική piper απ' όπου η λέξη σε πολλές άλλες γλώσσες. Κατά μία άποψη, προέρχεται από τη σανσκριτική पिप्पलि (pippali) [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέπερι ουδέτερο (πέπερῐ)
- (φυτό) η πιπεριά (Piper nigrum ή Piper officinarum)
- άλλες μορφές: πέπερις
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 30, @perseus.tufts.edu
- κάτιλλος δὲ ὀρνᾶτος ὁ λεγόμενος παρὰ ῾Ρωμαίοις οὕτως γίγνεται· θρίδακας πλύνας ξέσον καὶ ἐμβαλὼν οἶνον εἰς θυίαν τρῖβε τὰς θρίδακας, εἶτα τὸν χυλὸν ἐκπιέσας σελίγνιον συμφύρασον αὐτῷ καὶ συμπεσεῖν ἐάσας μετ' ὀλίγον τρῖψον εὐτόνως, προσβαλὼν ὀλίγον στέατος χοιρείου καὶ πέπερι, καὶ πάλιν τρίψας ἕλκυσον λάγανον καὶ λειάνας ἐκτεμὼν κατάτεμνε καὶ ἕψε εἰς ἔλαιον θερμότατον εἰς ἠθμὸν βαλὼν τὰ κατακεκομμένα. ἄλλα πλακούντων γένη· ὀστρακίτης, ἀττανῖται, ἄμυλον, τυροκόσκινον.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πιπέρι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- πέπερι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέπερι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σίναπι' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίναπι' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από ανατολικές γλώσσες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αθήναιο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ετερόκλιτα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)