παιδεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παιδεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
παιδεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παιδεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδεμένος
|