παραλύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραλύω < αρχαία ελληνική παραλύω < παρά + λύω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paralyser)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈli.o/

Ρήμα[επεξεργασία]

παραλύω

  1. κάνω κάποιο μέλος του σώματος να μην κινείται ή να κινείται με δυσκολία
  2. (μεταφορικά) νεκρώνω, αποδιοργανώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]