παρλαμέντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρλαμέντο < γαλλική parlement < παλαιά γαλλική parlement < parler < λατινική parabolo < parabola < αρχαία ελληνική παραβολή (αντιδάνειο) < παραβάλλω < παρά + βάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρλαμέντο ουδέτερο
- (παρωχημένο) ανώτατο γαλλικό δικαστήριο (13ος—18ος αιώνας)
- (παρωχημένο) αγγλικό κοινοβούλιο (13ος αιώνας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)