περικομμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περικομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περικόπτω
Μετοχή[επεξεργασία]
περικομμένος, -η, -ο
- που έχει περικοπεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περικομμένος
|