πλανταγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλανταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλαντάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
πλανταγμένος, -η, -ο
- αυτός που έχει πλαντάξει, που υποφέρει
- πλανταγμένος από έρωτα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλανταγμένος
|