πνευμονόκοκκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πνευμονόκοκκος | οι | πνευμονόκοκκοι |
γενική | του | πνευμονόκοκκου & πνευμονοκόκκου |
των | πνευμονόκοκκων & πνευμονοκόκκων |
αιτιατική | τον | πνευμονόκοκκο | τους | πνευμονόκοκκους & πνευμονοκόκκους |
κλητική | πνευμονόκοκκε | πνευμονόκοκκοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνευμονόκοκκος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pneumocoque < pneumo- (πνευμονό-) + αρχαία ελληνική κόκκος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pev.moˈno.ko.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνευ‐μο‐νό‐κοκ‐κος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πνευμονόκοκκος αρσενικό
- (ιατρική) μικρόβιο των οργάνων του αναπνευστικού συστήματος, το βακτήριο Streptococcus pneumoniae που προκαλεί πνευμονία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πνευμονόκοκκος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πνευμονόκοκκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πνευμονό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)