πρεσβυτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρεσβευτικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρεσβυτικός η πρεσβυτική το πρεσβυτικό
      γενική του πρεσβυτικού της πρεσβυτικής του πρεσβυτικού
    αιτιατική τον πρεσβυτικό την πρεσβυτική το πρεσβυτικό
     κλητική πρεσβυτικέ πρεσβυτική πρεσβυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρεσβυτικοί οι πρεσβυτικές τα πρεσβυτικά
      γενική των πρεσβυτικών των πρεσβυτικών των πρεσβυτικών
    αιτιατική τους πρεσβυτικούς τις πρεσβυτικές τα πρεσβυτικά
     κλητική πρεσβυτικοί πρεσβυτικές πρεσβυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρεσβυτικός < αρχαία ελληνική πρεσβυτικός < πρεσβύτης < πρέσβυς

Επίθετο[επεξεργασία]

πρεσβυτικός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]