προλύτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προλύτης | οι | προλύτες |
γενική | του | προλύτη | των | προλυτών |
αιτιατική | τον | προλύτη | τους | προλύτες |
κλητική | προλύτη | προλύτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προλύτης < ελληνιστική κοινή προλύται[1] < προλύω < αρχαία ελληνική πρό + λύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προλύτης αρσενικό
- (ιστορία) σπουδαστής νομικής σχολής στο πέμπτο έτος, λίγο πριν την αποφοίτηση (στη βυζαντινή περίοδο)
- (παρωχημένο, εκπαίδευση) πανεπιστημιακός τίτλος νομικής σχολής σε πτυχιούχους με βαθμό σχεδόν καλώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προλύτης
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ προλύται - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)