προμελετημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προμελετημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προμελετώ
Μετοχή[επεξεργασία]
προμελετημένος, -η, -ο
- που έχει προμελετηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προμελετημένα
- → δείτε τη λέξη προμελετώ