προσανατολισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσανατολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσανατολίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
προσανατολισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσανατολίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσανατολισμένος
|