προσδιοριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσδιοριστικός < προσδιορίζω + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déterminant)
Επίθετο[επεξεργασία]
προσδιοριστικός
- που έχει σχέση με προσδιορισμό, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη προσδιορίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσδιοριστικός