πρωρεύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πρωρεύς | οἱ | πρωρεῖς | ||||
γενική | τοῦ | πρωρέως | τῶν | πρωρέων | ||||
δοτική | τῷ | πρωρεῖ | τοῖς | πρωρεῦσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | πρωρέα | τοὺς | πρωρέας | ||||
κλητική ὦ! | πρωρεῦ | πρωρεῖς | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωρεύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρῳρεύς < πρῴρη (πρώρα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωρεύς αρσενικό (καθαρεύουσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο πρῳρεύς)
- (ναυτικός όρος): ο πρωρέας, ο λοστρόμος
- ο εκπαιδευτής των πρωρατικών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- "υπαξιωματικός των αρμένων"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωρεύς
|