πρωτογλώσσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτογλώσσα οι πρωτογλώσσες
      γενική της πρωτογλώσσας των πρωτογλωσσών
    αιτιατική την πρωτογλώσσα τις πρωτογλώσσες
     κλητική πρωτογλώσσα πρωτογλώσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτογλώσσα < πρωτο- + γλώσσα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική protolanguage[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pro.to.ˈɣlo.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐γλώσ‐σα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτογλώσσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]