πρωτομάθητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτομάθητος η πρωτομάθητη το πρωτομάθητο
      γενική του πρωτομάθητου της πρωτομάθητης του πρωτομάθητου
    αιτιατική τον πρωτομάθητο την πρωτομάθητη το πρωτομάθητο
     κλητική πρωτομάθητε πρωτομάθητη πρωτομάθητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτομάθητοι οι πρωτομάθητες τα πρωτομάθητα
      γενική των πρωτομάθητων των πρωτομάθητων των πρωτομάθητων
    αιτιατική τους πρωτομάθητους τις πρωτομάθητες τα πρωτομάθητα
     κλητική πρωτομάθητοι πρωτομάθητες πρωτομάθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτομάθητος < πρωτο- + -μάθητος

Επίθετο[επεξεργασία]

πρωτομάθητος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]