πυαιμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυαιμία οι πυαιμίες
      γενική της πυαιμίας των πυαιμιών
    αιτιατική την πυαιμία τις πυαιμίες
     κλητική πυαιμία πυαιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυαιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyhémie < αρχαία ελληνική πύον + αἷμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυαιμία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]