ρεμίζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεμίζα οι ρεμίζες
      γενική της ρεμίζας των ρεμιζών
    αιτιατική τη ρεμίζα τις ρεμίζες
     κλητική ρεμίζα ρεμίζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεμίζα (1-3) < (άμεσο δάνειο) γαλλική remise < remettre < λατινική remittere, απαρέμφατο ενστώτα του ρήματος remitto < re- + mitto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meyth- / *mith- (=ανταλλάσσω, μετακινώ)
ρεμίζα (4) < (άμεσο δάνειο) αγγλική Remiz

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεμίζα θηλυκό

  1. ανάπαυση, ύπνος
  2. πάρκιν
  3. επιστολή διαβίβασης συνοδευτικών φορτωτικών εγγράφων και οδηγιών
    και ρεμίζ
  4. (πτηνό) το πτηνό υφάντρα (Οικογένεια: Ρεμιζίδες / Remizidae, Γένος: Remiz)
    και ρεμίζ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]