ῥόπτρον
(Ανακατεύθυνση από ρόπτρον)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ῥόπτρον | τὰ | ῥόπτρᾰ |
γενική | τοῦ | ῥόπτρου | τῶν | ῥόπτρων |
δοτική | τῷ | ῥόπτρῳ | τοῖς | ῥόπτροις |
αιτιατική | τὸ | ῥόπτρον | τὰ | ῥόπτρᾰ |
κλητική ὦ! | ῥόπτρον | ῥόπτρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥόπτρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥόπτροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥόπτρον < θέμα ῥοπ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που υπάρχει και στο ῥέπω ή ῥόπαλον + -τρον. Κατά μία άποψη, είναι συγγενές το ῥαπίς. [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ῥόπτρον ουδέτερο
- το ρόπτρο, μικρό μεταλλικό αντικείμενο στο εξωτερικό μιας πόρτας που χρησίμευε για να τη χτυπά κάποιος και να ειδοποιεί να του ανοίξουν
- ※ ἔδησε τὸν ἵππον ἐκ τοῦ ῥόπτρου τοῦ ἱεροῦ ὡς ἀποδιδούς, τῇ δ᾽ ἐπιούσῃ ὑφείλετο. Λυσίας, Κατά Ανδοκίδου ασεβείας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ρόπτρο στη Βικιπαίδεια
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- ῥόπτρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥόπτρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)