ῥαπίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ραπίς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥαπίς αἱ ῥαπίδες
      γενική τῆς ῥαπίδος τῶν ῥαπίδων
      δοτική τῇ ῥαπίδ ταῖς ῥαπίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ῥαπίδ τὰς ῥαπίδᾰς
     κλητική ! ῥαπίς* ῥαπίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥαπίδε
γεν-δοτ τοῖν  ῥαπίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ῥαπίς < αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανή σύνδεση με το ρήμα ῥαπίζω μέσω του συνθετικού -ρραπις (όπως ἐΰρραπις). Κατ' άλλη εκδοχή, συγγενές του ῥάβδος, αλλά η σημασία αυτή υπάρχει μόνον στον Ησύχιο και στον Φώτιο. Δείτε και ῥέπω, ῥάμνος [1]
Δείτε το μεσαιωνικό και νεοελληνικό ραπίς για την εξέλιξη της σημασίας της λέξης.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ῥᾰπίς, -ίδος

  1. μικρό ραβδί, ράβδος (πηγή: Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ρ και στον Φώτιο)
  2. είδος παπουτσιού, συνώνυμο του κρηπίς (πηγή: Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ρ )
  3. συνώνυμο του γογγυλίς (πηγή: Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ρ )
    → και δείτε τις λέξεις ῥάπυς και ῥάφυς

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.