σάκχαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σάκχαρο | τα | σάκχαρα |
γενική | του | σακχάρου & σάκχαρου |
των | σακχάρων |
αιτιατική | το | σάκχαρο | τα | σάκχαρα |
κλητική | σάκχαρο | σάκχαρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σάκχαρο < ελληνιστική κοινή σάκχαρον / σάκχαρις < αραβική سكر (súkkar) < περσική شکر (šakar) < χίντι शर्करा (śarkarā) < σανσκριτική शर्करा (śarkarā) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱorkeh-: άμμος, πέτρα[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σάκχαρο ουδέτερο και σάκχαρον ουδέτερο, σάκχαρα πληθυντικός
- Σάκχαρα λέγονται οι υδατάνθρακες. Διακρίνονται σε μονοσακχαρίτες ή μονοσάκχαρα ή απλά σάκχαρα και σε πολυσακχαρίτες ή διασπώμενα σάκχαρα (που με τη σειρά τους διαιρούνται στους ολιγοσακχαρίτες ή σακχαροειδείς πολυσακχαρίτες και στους μη σακχαροειδείς πολυσακχαρίτες).
- Η ζάχαρη.
- Η ασθένεια σακχαρώδης διαβήτης, ο σακχαροδιαβήτης.
- Δεν κάνει να τρώω πολλά γλυκά γιατί πάσχω από σάκχαρο.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- (1) υδατάνθρακας
- (2) ζάχαρη
- (3) διαβήτης, σακχαροδιαβήτης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ Το όνομα σάκχαρα προήλθε από ορισμένους απλούς αντιπροσώπους της κατηγορίας αυτής, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από γλυκιά γεύση. Δε θα έπρεπε όμως να ονομάζονται στο σύνολό τους σάκχαρα γιατί στην κατηγορία αυτή ανήκουν και ενώσεις οι οποίες δεν έχουν γλυκιά γεύση και το αντίστροφο, δηλαδή υπάρχουν χημικές ενώσεις που έχουν γλυκιά γεύση αλλά δεν ανήκουν στα σάκχαρα.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα χίντι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)