σαρωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαρωτής | οι | σαρωτές |
γενική | του | σαρωτή | των | σαρωτών |
αιτιατική | τον | σαρωτή | τους | σαρωτές |
κλητική | σαρωτή | σαρωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαρωτής αρσενικό
- (πληροφορική) (νεολογισμός) συσκευή που σαρώνει μια επιφάνεια με κείμενο ή εικόνες και δημιουργεί ένα ψηφιακό αρχείο με τα περιεχόμενά της το οποίο μπορεί να αποθηκευτεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
- (γενικότερα) κάθε ηλεκτρονικό σύστημα σάρωσης και ανίχνευσης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σαρωτής στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαρωτής
Πηγές
[επεξεργασία]- σαρωτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)