σεισμόπληκτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεισμόπληκτος η σεισμόπληκτη το σεισμόπληκτο
      γενική του σεισμόπληκτου της σεισμόπληκτης του σεισμόπληκτου
    αιτιατική τον σεισμόπληκτο τη σεισμόπληκτη το σεισμόπληκτο
     κλητική σεισμόπληκτε σεισμόπληκτη σεισμόπληκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεισμόπληκτοι οι σεισμόπληκτες τα σεισμόπληκτα
      γενική των σεισμόπληκτων των σεισμόπληκτων των σεισμόπληκτων
    αιτιατική τους σεισμόπληκτους τις σεισμόπληκτες τα σεισμόπληκτα
     κλητική σεισμόπληκτοι σεισμόπληκτες σεισμόπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεισμόπληκτος < σεισμ(ός) + -ό- + -πληκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   (< πλήττω)

Επίθετο[επεξεργασία]

σεισμόπληκτος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]