σεισμόπληκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεισμόπληκτος < σεισμ(ός) + -ό- + -πληκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; (< πλήττω)
Επίθετο[επεξεργασία]
σεισμόπληκτος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεισμόπληκτος