σελασφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σελασφόρος < αρχαία ελληνική σελασφόρος < σέλας + -φόρος (<φέρω)
Επίθετο[επεξεργασία]
σελασφόρος, -α / -ος, -ο
- (λόγιο) που ακτινοβολεί
- (πτηνό) γένος πτηνών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σελασφόρος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)