σημερινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σημερινός < (ελληνιστική κοινή)
Επίθετο[επεξεργασία]
σημερινός, -ή, -ό
- που έγινε (συνέβη ή φτιάχτηκε κλπ) σήμερα
- έχεις σημερινή εφημερίδα;
- που αναφέρεται στην εποχή μας
- η σημερινή νεολαία