σιδερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιδερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σιδερώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
σιδερωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σιδερώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδερωμένος
|