σκαμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκάβω
Μετοχή[επεξεργασία]
σκαμμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σκάβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκαμμένος
|