σκορπιστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκορπιστός η σκορπιστή το σκορπιστό
      γενική του σκορπιστού της σκορπιστής του σκορπιστού
    αιτιατική τον σκορπιστό τη σκορπιστή το σκορπιστό
     κλητική σκορπιστέ σκορπιστή σκορπιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκορπιστοί οι σκορπιστές τα σκορπιστά
      γενική των σκορπιστών των σκορπιστών των σκορπιστών
    αιτιατική τους σκορπιστούς τις σκορπιστές τα σκορπιστά
     κλητική σκορπιστοί σκορπιστές σκορπιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκορπιστός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skoɾ.piˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκορ‐πι‐στός

Επίθετο[επεξεργασία]

σκορπιστός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]