σκωληκόβρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκωληκόβρωτος < ελληνιστική κοινή σκωληκόβρωτος < αρχαία ελληνική σκώληξ + βιβρώσκω
Επίθετο[επεξεργασία]
σκωληκόβρωτος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκωληκόβρωτος
|