σταυροφορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταυροφορία οι σταυροφορίες
      γενική της σταυροφορίας των σταυροφοριών
    αιτιατική τη σταυροφορία τις σταυροφορίες
     κλητική σταυροφορία σταυροφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταυροφορία < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stav.ɾo.foˈɾi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταυροφορία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]