στεγνοκαθαριστήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στεγνοκαθαριστήριο τα στεγνοκαθαριστήρια
      γενική του στεγνοκαθαριστηρίου
στεγνοκαθαριστήριου
των στεγνοκαθαριστηρίων
    αιτιατική το στεγνοκαθαριστήριο τα στεγνοκαθαριστήρια
     κλητική στεγνοκαθαριστήριο στεγνοκαθαριστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στεγνοκαθαριστήριο < στεγνός + -ο- + καθαριστήριο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dry cleaning)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ste.ɣno.ka.θa.ɾiˈsti.ɾi.o/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στεγνοκαθαριστήριο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]