στεγνοκαθαριστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στεγνοκαθαριστήριο < στεγνός + -ο- + καθαριστήριο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dry cleaning)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στεγνοκαθαριστήριο ουδέτερο
- το κατάστημα στο οποίο γίνεται (στεγνό) καθάρισμα των ρούχων, των παπλωμάτων κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στεγνοκαθαριστήριο