στρατοπεδευμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρατοπεδευμένος η στρατοπεδευμένη το στρατοπεδευμένο
      γενική του στρατοπεδευμένου της στρατοπεδευμένης του στρατοπεδευμένου
    αιτιατική τον στρατοπεδευμένο τη στρατοπεδευμένη το στρατοπεδευμένο
     κλητική στρατοπεδευμένε στρατοπεδευμένη στρατοπεδευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρατοπεδευμένοι οι στρατοπεδευμένες τα στρατοπεδευμένα
      γενική των στρατοπεδευμένων των στρατοπεδευμένων των στρατοπεδευμένων
    αιτιατική τους στρατοπεδευμένους τις στρατοπεδευμένες τα στρατοπεδευμένα
     κλητική στρατοπεδευμένοι στρατοπεδευμένες στρατοπεδευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρατοπεδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στρατοπεδεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

στρατοπεδευμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]