στρόφιγγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρόφιγγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρόφιγξ[1] < στρέφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈstɾo.fiŋ.ɡa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρό‐φιγ‐γα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρόφιγγα θηλυκό
- ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας
- πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ στρόφιγγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)