στυπόχαρτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στυπόχαρτο < στουπόχαρτο < στουπί + -ο- + χαρτί + -ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στυπόχαρτο ουδέτερο
στυπόχαρτο ουδέτερο