συνδικαλιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνδικαλιστής οι συνδικαλιστές
      γενική του συνδικαλιστή των συνδικαλιστών
    αιτιατική τον συνδικαλιστή τους συνδικαλιστές
     κλητική συνδικαλιστή συνδικαλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνδικαλιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική syndicaliste < → δείτε το αρχαίο σύνδικος + -ιστής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sin.ði.ka.liˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐δι‐κα‐λι‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνδικαλιστής αρσενικό (θηλυκό συνδικαλίστρια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη συνδικαλισμός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]