συνταγματολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνταγματολόγος < σύνταγμα, συντάγματ(ος) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνταγματολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) νομικός επιστήμονας που έχει ειδικευτεί στο συνταγματικό δίκαιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρσενικό
θηλυκό