σχολιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχολιανός η σχολιανή το σχολιανό
      γενική του σχολιανού της σχολιανής του σχολιανού
    αιτιατική τον σχολιανό τη σχολιανή το σχολιανό
     κλητική σχολιανέ σχολιανή σχολιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχολιανοί οι σχολιανές τα σχολιανά
      γενική των σχολιανών των σχολιανών των σχολιανών
    αιτιατική τους σχολιανούς τις σχολιανές τα σχολιανά
     κλητική σχολιανοί σχολιανές σχολιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχολιανός < σχολείο + -ιανός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sxo.ʎaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχο‐λια‐νός

Επίθετο[επεξεργασία]

σχολιανός, -ή, -ό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]