τένων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τένων οἱ τένοντες
      γενική τοῦ τένοντος τῶν τενόντων
      δοτική τῷ τένοντ τοῖς τένουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τένοντ τοὺς τένοντᾰς
     κλητική ! τένον τένοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τένοντε
γεν-δοτ τοῖν  τενόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τένων < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τένων, -οντος αρσενικό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]