ταγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταγία οι ταγίες
      γενική της ταγίας των ταγιών
    αιτιατική την ταγία τις ταγίες
     κλητική ταγία ταγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταγία < αρχαία ελληνική ταγία < ταγός < τάσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταγία θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταγί αἱ ταγίαι
      γενική τῆς ταγίᾱς τῶν ταγιῶν
      δοτική τῇ ταγί ταῖς ταγίαις
    αιτιατική τὴν ταγίᾱν τὰς ταγίᾱς
     κλητική ! ταγί ταγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταγί
γεν-δοτ τοῖν  ταγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταγία < ταγός + -ία < τάσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταγία θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]