τεϊοποτείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεϊοποτείο τα τεϊοποτεία
      γενική του τεϊοποτείου των τεϊοποτείων
    αιτιατική το τεϊοποτείο τα τεϊοποτεία
     κλητική τεϊοποτείο τεϊοποτεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεϊοποτείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τεϊοποτεῖον < τέϊ(ον) > τέι(ο) + -ο- + -ποτείο [1] (< -πότης < πίνω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /te.i.o.poˈti.ο/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐ϊ‐ο‐πο‐τεί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεϊοποτείο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]