τριτενέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριτενέργεια < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; . Μορφολογικά αναλύεται σε τριτ- (τρίτος) + ενέργεια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾi.teˈneɾ.ʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐τε‐νέρ‐γει‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τριτενέργεια θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η ανάπτυξη ενέργειας έναντι τρίτων
- (νομικός όρος) η ισχύς των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων όχι μόνο έναντι του κράτους αλλά και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριτενέργεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τριτ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)