τόνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τόνωση | οι | τονώσεις |
γενική | της | τόνωσης* | των | τονώσεων |
αιτιατική | την | τόνωση | τις | τονώσεις |
κλητική | τόνωση | τονώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τονώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τόνωση < ελληνιστική κοινή τόνωσις < τονόω < αρχαία ελληνική τόνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τόνωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τονώνω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τόνωση