υδροηλεκτρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδροηλεκτρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hydroélectrique < υδρο- + ηλεκτρικός
Επίθετο[επεξεργασία]
υδροηλεκτρικός, -ή, -ό
- σχετικός με την εκμετάλλευση των υδατοπτώσεων για την παραγωγή ηλεκτρισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδροηλεκτρικός